ἀντιβιβρώσκω

ἀντιβιβρώσκω
ἀντιβῐβρώσκω, [tense] fut. [voice] Pass. -βρωθήσομαι,
A eat in turn, Ath.7.343c.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αντιβιβρώσκω — ἀντιβιβρώσκω (Μ) τρώω κι εγώ αμοιβαίως …   Dictionary of Greek

  • βιβρώσκω — (Α) Ι. 1. τρώγω, κατατρώγω II. ( ομαι) 1. τρώγομαι 2. (για δόντια) καταστρέφομαι, φθείρομαι 3. (για ψωμί) μουχλιάζω 4. καταβροχθίζομαι, αφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ήδη από την ομηρική εποχή μαρτυρούνται τύποι του θέματος του παρακμ. (βεβρωκώς,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”